- ἀβρόμιος
- ἀβρόμιοςwithout Bacchusmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβρόμιος — ἀβρόμιος, ον (Α) δίχως κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + Βρόμιος (= ο Διόνυσος)] … Dictionary of Greek